Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

του κνώδακα

См. также в других словарях:

  • σκανδάλη — η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α νεοελλ. 1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»